πασιφανής

πασιφανής
-ές, ΝΑ
φανερός σε όλους, ολοφάνερος, πασίδηλος.
επίρρ...
πασιφανώς Ν
με ολοφάνερο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. πᾶσι τού πᾶς + -φανής (< φαίνω / φαίνομαι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πασιφανής — shining masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολοφανής — ές 1. ολοφάνερος, πασιφανής 2. (για σύστημα φωτισμού) αυτός που εκπέμπει ομοιόμορφα όλες τις ακτίνες του προς μία ορισμένη κατεύθυνση. επίρρ... ολοφανώς (Μ ὁλοφανῶς) ολοφάνερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + φανής (< φαίνω), πρβλ. πρωτο φανής] …   Dictionary of Greek

  • πασίδηλος — η, ο / πασίδηλος, ον, ΝΜΑ φανερός σε όλους, πασιφανής, ολοφάνερος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πασίδηλο διεθν. δίκ. γεγονός του οποίου η απόδειξη δεν απαιτείται ως εκ τής αναμφισβήτητης διαδόσεως του διεθνώς, στα όρια δεδομένου κράτους ή σε… …   Dictionary of Greek

  • περίδηλος — ον, ΜΑ κατάδηλος, πασιφανής, ολοφάνερος αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «περίδηλον, περιφανές, καλόν». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δῆλος «φανερός» (πρβλ. έκ δηλος)] …   Dictionary of Greek

  • πασίδηλος — η, ο ολοφάνερος, πασιφανής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προφανής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, ολοφάνερος, πασιφανής, καταφανής, τελείως φανερός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”